Συμπτωματολογία στον Αυτισμό / Η θεωρία του “παγόβουνου”

Για να διαγνωστεί ένα παιδί με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, πρέπει να πληρεί συγκεκριμένα κριτήρια , βάση του εγχειριδίου διαγνωστικών κριτηρίων της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας , DSM-V καθώς και του εγχειριδίου διαγνωστικών κριτηρίων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ICD-10 .

Τα κριτήρια αυτά, ουσιαστικά αποτελούν τα συμπτώματα, της ΔΑΦ. Κάθε περίπτωση παιδιού με αυτισμό είναι μοναδική. Κάθε παιδί δηλαδή εκδηλώνει τα συμπτώματα σε διαφορετικό βαθμό, ένταση και βαρύτητα και επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο την λειτουργικότητά του . Επίσης, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι κάθε παιδί με αυτισμό έχει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του, όπως όλοι οι άνθρωποι, επομένως μιλάμε για παιδιά με διαταραχή αυτιστικού φάσματος και όχι για αυτιστικά παιδιά. Σύμφωνα με το DSM- V, ένα παιδί με ΔΑΦ, παρουσιάζει δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία, στερεοτυπικές επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές , δραστηριότητες και ενδιαφέροντα, υπερευαισθησία και υποευαισθησία σε αισθητηριακά ερεθίσματα. Εκτενέστερα , ένα παιδί με ΔΑΦ περιμένουμε να παρουσιάζει ποιοτικά ελλείμματα στην κοινωνική κατανόηση (για παράδειγμα κατανόηση κοινωνικών συμβάσεων), συναλλαγή και συναισθηματική αμοιβαιότητα,για παράδειγμα δυσκολεύεται να συνδιαλλαχτεί με τους άλλους καθώς και να αναπτύξει κατάλληλες για την ηλικία τους σχέσεις με συνομηλίκους . Επίσης, αναμένουμε δυσκολίες στον τρόπο επικοινωνίας και στην γλώσσα. .

Τέλος , αναμένουμε να έχει περιορισμένα ενδιαφέροντα και φτωχή φαντασία, να δυσκολεύεται δηλαδή στο συμβολικό παιχνίδι και στο παιχνίδι ρόλων ή χρησιμοποιεί τα αντικείμενα με παράδοξο επαναλαμβανόμενο τρόπο (για παράδειγμα αντί να παίζε με το αυτοκινητάκι, στριφογυρίζει τις ρόδες) και να παρουσιάζει εμμονικές συμπεριφορές, δηλαδή συμπεριφορές χωρίς εμφανές νόημα και σκοπό (για παράδειγμα θέλει να ανοιγοκλείνει την πόρτα) .

Γιατί όμως ένα παιδί που είναι στο φάσμα του αυτισμού παρουσιάζει κάποιες από τις παραπάνω συμπεριφορές;

Τα τελευταία χρόνια, σημαντική θέση στην επιστημονική κοινότητα, κατέχουν οι θεωρίες οι οποίες ερμηνεύουν τα γνωστικά χαρακτηριστικά και τις δυσκολίες των ατόμων με ΔΑΦ ως προς την κοινωνική επικοινωνία. Αυτές είναι η Θεωρία του Νου, η θεωρία της κεντρικής συνοχής και η εκτελεστική λειτουργία. Η Θεωρία του Νου : Σύμφωνα με τους Premack & Woodruff (1978), η Θεωρία του Νου αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να αποδίδει νοητικές καταστάσεις (πεποιθήσεις, επιθυμίες, συναισθήματα, σκέψεις, αντιλήψεις, προθέσεις, προσδοκίες , όνειρα, ευχές) στον εαυτό του και τους άλλους, με στόχο την ερμηνεία της συμπεριφοράς . Η Θεωρία του Νου αναπτύσσεται σταδιακά ενώ υπάρχουν ατομικές διαφορές οι οποίες εξαρτιόνται από το μέγεθος της οικογένειας (θετική συσχέτιση του μεγάλου αριθμού παιδιών και του ρυθμού ανάπτυξης της Θεωρίας του Νου), την φύση των συνομιλιών των μελών της οικογένειας ( θετική συσχέτιση συχνών διαλόγων και ανάπτυξης της Θεωρίας του Νου) και τον ασφαλή δεσμό της μητέρας με το βρέφος. <<Φανταστείτε ένα υποθετικό ον που δεν γνωρίζει τίποτα για τον νου…ο κοινωνικός κόσμος , ο κόσμος του εαυτού του και των άλλων θα ήταν κενός τόπος γι’ αυτό το ον…θα μπορούσε να δει και να ακούσει τους άλλους ανθρώπους , δεν θα γνώριζε όμως τίποτα για τις νοητικές καταστάσεις που κατευθύνουν την συμπεριφορά τους >> (Wellman, 1985,pp . 169-170).

Ως εκ τούτου, ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού δυσκολεύεται στις κοινωνικές συνδιαλλαγές , σχέσεις και αλληλεπιδράσεις,καθώς δεν έχει αναπτύξει τις δεξιότητες της θεωρίας του νου, δηλαδή το παιδί δεν μπορεί να μπει στην θέση του άλλου, να κατανοήσει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του , να αποκωδικοποιήσει ή και να προβλέψει την συμπεριφορά του. Επομένως, έχει την τάση να ερμηνεύει κυριολεκτικά τα λόγια των άλλων, δεν κατανοεί πότε οι άλλοι δυσφορούν ή ενοχλούνται από την συμπεριφορά του, δυσκολεύεται να κατανοήσει την πρόθεση του άλλου, συχνά γίνεται αγενής χωρίς αντίστοιχη πρόθεση καθώς επίσης δεν κατανοεί τι περιμένουν οι άλλοι από αυτόν. Με την κατάλληλη ψυχοεκπαίδευση , ένα παιδί με ΔΑΦ , δύναται να αναπτύξει τις δεξιότητες της Θεωρίας του Νου και ως εκ τούτου να βελτιωθεί σημαντικά στην κοινωνική επικοινωνία. Το πόσο, μέσω της ψυχοεκπαίδευσης , θα αναπτύξει και θα γενικεύσει το κάθε παιδί αυτές τις δεξιότητες, εξαρτάται από το δυναμικό του.

Κεντρική συνοχή : η θεωρία της κεντρικής συνοχής αναφέρεται στην ικανότητα που επιτρέπει στο άτομο να επεξεργάζεται κατάλληλα τις πληροφορίες ώστε να αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις και τα γεγονότα ανάλογα με το πλαίσιο, δηλαδή σφαιρικά (Hill & Frith , 2003). Στα άτομα με ΔΑΦ , η ικανότητα αυτή είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα να επικεντρώνονται στις λεπτομέρειες, να δυσκολεύονται να εξαγάγουν συμπεράσματα βάση του όλου καθώς και να αντιληφθούν το πλαίσιο και το γενικό νόημα. Η βελτίωση στις δεξιότητες της κεντρικής συνοχής, σημαίνει για το άτομο καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών καταστάσεων και ως εκ τούτου μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα.

Εκτελεστική λειτουργία: ο όρος εκτελεστική λειτουργία αφορά ένα σύνολο λειτουργιών, όπως μνήμη εργασίας, σχεδιασμός, αναστολή των παρορμήσεων,πρωτοβουλία και έλεγχος της δράσης, ευελιξία, οι οποίες συνδυαστικά βοηθούν το άτομο να ελέγχει τον παρορμητισμό του και να επιλέγει την πιο κατάλληλη στρατηγική για να επιτύχει τον στόχο του. Ένα άτομο με ΔΑΦ, συνήθως δυσκολεύεται σε πολλές από τις παραπάνω λειτουργίες. Η ενίσχυση των παραπάνω λειτουργιών, βοηθά το άτομο να είναι πιο ευέλικτο, να βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του καθώς και να εστιάζει στο έργο που έχει να επιτελέσει, ελέγχοντας τον παρορμητισμό του.