Διαταραχές Ροής – Τραυλισμός

Στο Let’s Speak

Τραυλισμός

Τραυλισμός

Οι σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις φέρνουν πλέον

εξαιρετικά αποτελέσματα ! Στο Let’s Speak ! θα σας προταθούν διαφορετικά πρωτόκολλα θεραπείας από τα οποία θα επιλεχθεί αυτό που θα κριθεί αποτελεσματικότερο στο καθημερινό πρόγραμμα του θεραπεύομενου.

Τι είναι ο Τραυλισμός;

Τι είναι ο Τραυλισμός;

Ο Τραυλισμός είναι μια διαταραχή της ροής της ομιλίας, δηλαδή χαρακτηρίζεται από διακοπές της ομιλίας, παράγοντας τις λεγόμενες δυσρυθμίες. Δυσρυθμίες θεωρούνται οι επαναλήψεις συλλαβών, λέξεων, φράσεων (π.χ. Σήμερα πήγα πήγα στο σχολείο), οι επιμηκύνσεις (π.χ. Εγώ θέλωωωωωω κοτόπουλο), οι παρεμβολές (π.χ. Ήθελα να πω εεεεεεε δεκαεφτά), οι αναθεωρήσεις (π.χ. Ψάχνω τα…… που είναι τα κλειδιά), οι έντονες παύσεις (π.χ. Θέλεις να πάμε – έντονη παύση – κινηματογράφο;), τα μπλοκαρίσματα (κάνουν έντονες παύσεις συνοδευόμενες από σωματική ένταση), οι αποδράσεις (γκριμάτσες, κινήσεις κεφαλιού και σώματος, εισαγωγή ήχων), οι αποφυγές (π.χ. αντικατάσταση λέξεων όταν δεν μπορούν να πουν τη λέξη που θέλουν). Νιώθουν έντονα συναισθήματα ντροπής, άγχους, ανασφάλειας και χαμηλής αυτοεκτίμησης.

Ποια τα χαρακτηριστικά του σε κάθε ηλικία;

Ποια τα χαρακτηριστικά του σε κάθε ηλικία;

0-3 ετών: Παρουσιάζουν δυσρυθμίες που μοιάζουν με τις φυσιολογικές δυσρυθμίες, ωστόσο διαφέρουν στη συχνότητα των δυσρυθμιών αλλά και στο είδος. Η διάκριση είναι συχνά δύσκολη και χρειάζεται προσεκτική παρακολούθηση, γιατί κάποια παιδιά με οριακό τραυλισμό θα αναρρώσουν από αυτόν (φυσική ανάρρωση), ενώ άλλα θα εμφανίσουν περισσότερα συμπτώματα και η διαταραχή θα εξελιχθεί. Συνήθως δεν έχει συναίσθηση των δυσρυθμιών και ντροπή ή άγχος. Τα παιδιά αυτού του σταδίου παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις. Μπορεί να έχουν περιόδους χωρίς δυσρυθμίες ή περιόδους με πολλές δυσρυθμίες!

3-6 ετών: Παρουσιάζει γρήγορες και ακανόνιστες επαναλήψεις, ξαφνικές παύσεις και σταδιακή αύξηση της πίεσης στους αρθρωτές. Κάνει πολλές επιμηκύνσεις, ακόμα και μέσα σε λέξεις και μπλοκαρίσματα, τα οποία σταδιακά αυξάνονται, καθώς και κούνημα του κεφαλιού, κλείσιμο ματιών, εισαγωγή πρόσθετων ήχων για να ξεμπλοκάρουν. Έχουν συναίσθηση του τραυλισμού και των δυσρυθμιών αναπτύσσοντας συναισθήματα εκνευρισμού και φόβου κατά τη διάρκεια των συμπτωμάτων, ωστόσο δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει αρνητική εικόνα για την ομιλία τους και τον εαυτό τους.

6-18 ετών: Εμφανίζει συναισθήματα φόβου, αντιδρά σε αυτά τα συναισθήματα με συμπεριφορές απόδρασης (π.χ. απαντά δεν ξέρω προκειμένου να αποφύγει ένα δύσκολο ήχο) και κάνει πολύ έντονα και συχνά μπλοκαρίσματα που συχνά συνοδεύονται από επαναλήψεις και επιμηκύνσεις (κατά τη διάρκεια), με υπερβολική πίεση στο λάρυγγα και στους αρθρωτές. Επίσης, εμφανίζει πιο σύνθετες συμπεριφορές αποφυγής και απόδρασης (π.χ. αποφεύγει λέξεις ή καταστάσεις).

18+ ετών: σε αυτή την ηλικία συνήθως πρόκειται για άτομα που τραυλίζουν χρόνια. Παρουσιάζουν έντονα μπλοκαρίσματα με μεγάλη διάρκεια και συχνά συνοδεύονται από τρέμουλο των αρθρωτών (π.χ. χείλη, γνάθος, γλώσσα). Παρουσιάζουν μεγάλη συχνότητα επαναλήψεων και επιμηκύνσεων. Αισθάνονται φόβο, ντροπή, οργή, αβοήθητοι. Έχουν αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους ως άτομο και χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Εκφοβισμός σε παιδιά με τραυλισμό

Εκφοβισμός σε παιδιά με τραυλισμό

Τα παιδιά που τραυλίζουν συχνά πέφτουν θύματα εκφοβισμού εξ’άιτίας του τραυλισμού τους. Σε κάποια παιδιά είναι απλά ένα «πείραγμα», σε άλλα όμως είναι
ένα ιδιαίτερα ταπεινωτικό είδος εκφοβισμού. Ο εκφοβισμός θεωρείται μία «εσκεμμένη, συνειδητή επιθυμία να βλάψεις κάποιον άλλον προκαλώντας του στρες»(Tattum, 1989). Δυστυχώς, τα παιδιά με τραυλισμό μπορεί να αντιμετωπίζουν τόσο τον στιγματισμό όσο και τις διακρίσεις, σε όλη τους τη ζωή ως αποτέλεσμα παρανοήσεων και παραπληροφόρησης (DiLollo et al., 2003).
Ο εκφοβισμός μπορεί να είναι σωματικός, προφορικός, μπορεί να μοιάζει με ταπείνωση, ή μπορεί να μην είναι κάτι παραπάνω από έναν εσκεμμένο κοινωνικό αποκλεισμό (Langevin, 1999). Τα παιδιά που τραυλίζουν αποτελούν μία μικρή ομάδα παιδιών τα οποία «πειράζουν». Παρ’όλα αυτά, η πλειοψηφία αυτών των παιδιών εκφοβίζεται εξ’αιτίας του τραυλισμού τους (Roth & Beal, 1999). Τα πιο συνηθισμένα είδη εκφοβισμού σε αυτές τις περιπτώσεις είναι: α) η μίμηση (Langevin et al., 1998) και β) οι προσβολές/βρισιές/ετικετοποίηση (Mooney & Smith, 1995).
Τα τελευταία χρόνια είναι πλέον εμφανές στους ερευνητές, του τομέα διαταραχών του λόγου, πως το άγχος είναι ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό όσων
τραυλίζουν. Φυσικά τα επίπεδα άγχους απουσιάζουν όταν το παιδί δεν χρειάζεται να μιλήσει, για παράδειγμα όταν συμπληρώνει μια γραπτή άσκηση (Peters & Hulstijn,
1984). Όμως όσοι τραυλίζουν αναμένεται να βιώσουν αυξημένα επίπεδα άγχους, ειδικά σε περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητη η προφορική επικοινωνία (Manning &
Beck, 2013). Επίσης αρκετά παιδιά που τραυλίζουν μπορεί να νιώθουν θυμό, άρνηση, ντροπή, απογοήτευση (Guittar, 1998), χαμηλή αυτο-εκτίμηση και μελαγχολία (Roth
& Beal, 1999).
Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας συνηθίζουν να μην έχουν προβλήματα με την αυτο-εκτίμησή τους, ακόμα και αν τραυλίζουν, ακόμα και αν τα «πειράζουν».
Αυτό οφείλεται στο ότι τα παιδιά αυτά, από 3-6 ετών, είναι ακόμα αρκετά δεμένα με τους γονείς τους. Επομένως, από τη στιγμή που υπάρχει αποδοχή και υποστήριξη από το οικογενειακό τους περιβάλλον, τα «πειράγματα» εκτός σπιτιού δεν επηρρεάζουν την αυτο-εκτίμηση αυτής της ηλικιακής ομάδας (Starkweather & Givens-Ackermann, 1997).
Ωστόσο, στα παιδιά της σχολικής ηλικίας, (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) 6-12 ετών, οι γονείς γίνονται λιγότερο απαραίτητοι στις ζωές τους, ενώ οι φίλοι και
οι παρέες πολύ σημαντικοί. Η ανάπτυξη της «αίσθησης εαυτού» του παιδιού αυτής της ηλικιακής ομάδας, σχετίζεται -εν μέρη- με τις σχέσεις του με τους συνομήλικούς του. Είναι γνωστό, πως οι θετικές σχέσεις με συνομήλικους του θα έχουν μία σημαντική επιρροή στην κοινωνική του ανάπτυξη (Gallagher, 1991). Επομένως αν οι συνομήλικοί του δεν αποδεχθούν το παιδί, τότε αυτό ενδεχομένως να νιώσει εξοστρακισμό από την τάξη και ίσως να το «γενικεύσει» και να αισθανθεί ότι δεν
ανήκει πουθενά (Roth & Beal, 1999).
Προς το τέλος της εφηβείας η αυτο-εκτίμηση των παιδιών που τραυλίζουν, συνήθως αυξάνεται και πάλι. Αυτό οφείλεται στο ότι αναπτύσουν ταυτότητες και
χαρακτήρες που υπερβαίνουν το κομμάτι του τραυλισμού.
Τόσο η ομαδική όσο και η ατομική ψυχοθεραπεία βοηθά πολύ τα παιδιά και τους εφήβους που τραυλίζουν. Στην ομαδική ψυχοθεραπεία ένα παιδί με τραυλισμό θα αναγνωρίσει πως υπάρχουν και άλλοι που αντιμετωπίζουν τις ίδιες καθημερινές δυσκολίες. Ακόμα, η ομάδα θα τον αποδεχθεί ανιδιοτελώς και θα τον αγκαλιάσει, για αυτό που είναι, κάτι που θα τον βοηθήσει να μάθει καλύτερα τον εαυτό του σαν οντότητα. Επίσης τα μέλη της ομάδας μοιράζονται, συζητούν ελεύθερα και πολλές φορές αστειεύονται για τις εμπειρίες τους με τον τραυλισμό, χωρίς να φοβούνται μήπως τους κρίνει ή τους κοροιδέψει κάποιος.
Η ατομική θεραπεία επικεντρώνεται στα συναισθήματα ενός ατόμου με τραυλισμό, τα οποία συνήθως είναι: θυμός, ντροπή, άγχος, μελαγχολία, άρνηση (ότι τραυλίζουν), επιθετικότητα, εσωστρέφεια και άλλα. Μαθαίνουν μαζί με τον ψυχοθεραπευτή, πως να αγαπούν τον εαυτό τους γι’ αυτό που είναι και να μην τον «τιμωρούν» για τον τραυλισμό τους. Ακόμα, μέσα από την ατομική ψυχοθεραπεία το παιδί που τραυλίζει μαθαίνει να εστιάζει στα δυνατά του σημεία, ενώ παράλληλα «υποβαθμίζει» τον τραυλισμό του. Πρέπει να θυμόμαστε πως όποια και αν είναι η αντίδραση του παιδιού στον εκφοβισμό, η ψυχοθεραπεία πρέπει να είναι σταθερή και
συνεχιζόμενη, ώστε να δούμε αποτελέσματα (Roth and Beal, 1999).
Μέσα από τις ατομικές συνεδρίες, θα μάθει ότι είναι κάτι παραπάνω από «απλά έναν άνθρωπο που τραυλίζει» και ότι έχει ισχυρές δυνατότητες. Ένα παιδί που μπορεί να μιλήσει ανοιχτά για τον τραυλισμό του, έχει λιγότερα να κρύψει και ως αποτέλεσμα νιώθει λιγότερη ντροπή. Θα καταφέρει να αποδεχθεί τον τραυλισμό και να τον «αγκαλιάσει» βλέποντας τον σαν μια παροδική κατάσταση από την οποία θα βγει μόνο πιο δυνατός. Είναι αλήθεια πως τα παιδιά που τραυλίζουν και δουλεύουν
με τον εαυτό τους, γίνονται πιο δυναμικά, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Πολύ απλά γιατί μέσα από την ψυχοθεραπεία έχουν προσφέρει το καλύτερο δώρο στον εαυτό τους, το δώρο της αυτογνωσίας.

Μανδαράκα Μικαέλα, MSc
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Associate Member of the American Psychological Association

References:
Di Lollo, A., Manning, W.H. & Neimeyer, R. (2003). Cognitive anxiety as a function
of speaker role for fluent speakers & for persons who stutter. Journal of Fluency
Disorders, 28, 167-186.
Gallagher, T. (1991). Pragmatics of language: Clinical practice issues. San Diego,
CA: Singular.
Guitar, B. (1998). Stuttering: An integrated approach to its nature and treatment.
Baltimore, MD. Williams & Wilkins.
Langevin, M. (1998). “Teasing & Bullying: Unacceptable Behavior. Helping
Children Handle Teasing and Bullying”. Edmonton, Alberta: Institute for Stuttering
Treatment & Research (ISTAR) and Communication Improvement Program,
affiliated with the University of Alberta.
Langevin, M. (1999, May). “Teasing and Bullying: Unacceptable Behavior (TAB)
Helping children handle teasing and bullying”. Symposium conducted at the 1999
CASLPA Conference, Edmonton, Alberta.
Manning, W. & Beck, G. (2013). The role of psychological processes in estimates of
stuttering severity. Journal of Fluency Disorders, 38, 356-367.
Mooney, S. & Smith, P.K. (1995). “Bullying and the child who stammers”. British
Journal of Special Education, 22, 24-27.
Peters, H. F. M., & Hulstijn, W. (1984). “Stuttering and anxiety: The difference
between stutterers and nonstutterers in verbal apprehension and physiologic arousal
during the anticipation of speech and non-speech tasks”. Journal of Fluency
Disorders, 9, 67–84.
Starkweather, C.W. & Givens-Ackerman, J. (1997). Stuttering: Studies in
Communicative Disorders. Pro-Ed: Austin, Texas: Pro-Ed.
Roth, I. & Beal, D. (1999). “Teasing & Bullying of children who stutter”. Journal of
Fluency Disorders.

Tattum, D.P. (1989). “Violence & aggression in schools”. In D.P. Tattum & D.A.
Lane (Eds). Bullying in schools, pp. 7-19. Trentham Books.

Τόσο η ατομική όσο και η ομαδική ψυχοθεραπεία βοηθoύν πολύ τα παιδιά και τους εφήβους που τραυλίζουν

Στην ομαδική ψυχοθεραπεία ένα παιδί με τραυλισμό θα αναγνωρίσει πως υπάρχουν και άλλοι που αντιμετωπίζουν τις ίδιες καθημερινές δυσκολίες. Ακόμα, η ομάδα θα τον  αποδεχθεί ανιδιοτελώς και θα τον αγκαλιάσει, για αυτό που είναι, κάτι που θα τον βοηθήσει να μάθει καλύτερα τον εαυτό του σαν οντότητα. Επίσης τα μέλη της ομάδας μοιράζονται εμπειρίες, συζητούν ελεύθερα και πολλές φορές αστειεύονται για τις εμπειρίες τους με τον τραυλισμό, χωρίς να φοβούνται μήπως τους κρίνει ή τους κοροιδέψει κάποιος.

Η ατομική θεραπεία επικεντρώνεται στα συναισθήματα ενός ατόμου με τραυλισμό, τα οποία συνήθως είναι: θυμός, ντροπή, άγχος, μελαγχολία, άρνηση (ότι τραυλίζουν), επιθετικότητα, εσωστρέφεια και άλλα. Μαθαίνουν μαζί με τον ψυχοθεραπευτή, πως να αγαπούν τον εαυτό τους γι’ αυτό που είναι και να μην τον «τιμωρούν» για τον τραυλισμό τους. Ακόμα, μέσα από την ατομική ψυχοθεραπεία το παιδί που τραυλίζει μαθαίνει να εστιάζει στα δυνατά του σημεία, ενώ παράλληλα «υποβαθμίζει» τον τραυλισμό του. Πρέπει να θυμόμαστε πως όποια και αν είναι η αντίδραση του παιδιού στον εκφοβισμό, η ψυχοθεραπεία πρέπει να είναι σταθερή και συνεχιζόμενη, ώστε να δούμε  αποτελέσματα.

Μέσα από τις ατομικές συνεδρίες, θα μάθει ότι είναι κάτι παραπάνω από «απλά έναν άνθρωπο που τραυλίζει» και ότι έχει ισχυρές ικανότητες. Ένα παιδί που μπορεί να μιλήσει ανοιχτά για τον τραυλισμό του, έχει λιγότερα να κρύψει και ως αποτέλεσμα νιώθει λιγότερη ντροπή. Θα καταφέρει να αποδεχθεί τον τραυλισμό και να τον «αγκαλιάσει» βλέποντας τον σαν μια παροδική κατάσταση από την οποία θα βγει μόνο πιο δυνατός. Είναι αλήθεια πως τα παιδιά που τραυλίζουν και δουλεύουν με τον εαυτό τους, γίνονται πιο δυναμικά, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Πολύ απλά γιατί μέσα από την ψυχοθεραπεία έχουν προσφέρει το καλύτερο δώρο στον εαυτό τους, το δώρο της αυτογνωσίας.

Μανδαράκα Μικαέλα, MSc

Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια

Associate Member of the American Psychological Association

Πότε πρέπει ένας γονιός να επισκεφθεί έναν λογοθεραπευτή;

 

 

Ο τραυλισμός είναι μια διαταραχή, η οποία εάν δεν λάβει έγκυρη πρόληψη και θεραπεία, μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή μορφή τραυλισμού. Συνεπώς, από την ηλικία των δύο, σε περίπτωση εμφάνισης δυσρυθμιών είναι απαραίτητη η εκτίμηση από έναν λογοθεραπευτή.

 

Οι σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις φέρνουν πλέον εξαιρετικά αποτελέσματα ! Στο Let’s Speak ! θα σας προταθούν διαφορετικά πρωτόκολλα θεραπείας από τα οποία θα επιλεχθεί αυτό που θα κριθεί αποτελεσματικότερο στο καθημερινό πρόγραμμα του θεραπεύομενου